συγκέντρωση


συγκέντρωση
Προφορά

Ετυμολογία
συγκέντρωση μεταγενέστερη ελληνική συγκέντρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συγκέντρωση

✦ συνάθροιση προσώπων ή πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σύναξη
✦ ένταση των διανοητικών ή ψυχικών λειτουργιών για αποκλειστική ενασχόληση, αφοσίωση σε κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.