συγκάτοικος


συγκάτοικος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκάτοικος μεσαιωνική ελληνική επίθετο συγκάτοικος

Ερμηνεία
συγκάτοικος

✦ ουσ. που κατοικεί στο ίδιο σπίτι μαζί με άλλον ή άλλους

Συνώνυμα
σύνοικος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.