συγγράφω
Προφορά
Ετυμολογία
συγγράφω αρχαία ελληνική συγγράφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγγράφω
✦ γράφω, συντάσσω έργο σε πεζό λόγο: συνέγραψε τα απομνημονεύματά του
✦ (αμτβ.) ασχολούμαι με τη συγγραφή, είμαι συγγραφέας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–