συγγενικός
Προφορά
Ετυμολογία
συγγενικός αρχαία ελληνική συγγενικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συγγενικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο συγγενή ή στη συγγένεια
✦ που απαρτίζεται από συγγενείς
✦ παρεμφερής, παραπλήσιος: συγγενικοί κλάδοι
✦ συγγενικές γλώσσες, γλώσσες που έχουν κοινή προέλευση, που προήλθαν από την ίδια γλώσσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–