στύψη


στύψη
Προφορά

Ετυμολογία
στύψη αρχαία ελληνική στῦψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στύψη

✦ συστολή
✦ στυφάδα
✦ (χημ.) διπλό θειικό άλας του αργιλίου και του καλίου, στυπτηρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.