στόμφος
Προφορά
Ετυμολογία
στόμφος αρχαία ελληνική στόμφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στόμφος
✦ πομπώδες ύφος στην ομιλία: είχε κείνη τη μεγαλαυχία και το θεατρικό στόμφο στις κουβέντες του (Κ. Βάρναλης) – άκουσα τόσους και τόσους να το απαγγέλνουν με το στόμφο εκείνων που δεν ξέρουνε τι λένε (Γ. Σεφέρης)
✦ μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–