στόμιο
Προφορά
Ετυμολογία
στόμιο αρχαία ελληνική στόμιον, υποκοριστικό του στόμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στόμιο
✦ άνοιγμα, είσοδος
✦ οι εκβολές ποταμού
✦ (ανατομ.) σχίσμα ή τρήμα που αποτελεί την αρχή ή το τέλος σωλήνα ή με το οποίο γίνεται η επικοινωνία μιας κοιλότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–