στόμα
Προφορά
Ετυμολογία
στόμα αρχαία ελληνική στόμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στόμα
✦ η κοιλότητα του προσώπου που αποτελεί όργανο της φωνής και από την οποία εισάγεται η τροφή
✦ (συνεκδ.) τα χείλη: βαμμένο στόμα
✦ πρόσωπο ή ζώο ως μονάδα καταναλώσεως τροφής: έχω τόσα στόματα να θρέψω
✦ λαλιά, τρόπος ομιλίας
✦ (μτφ. ) στόμιο, άνοιγμα
✦ φρ. από στόματος, από μνήμης, απέξω – από στόμα σε στόμα, από τον έναν στον άλλον· με προφορική παράδοση – μ’ ένα στόμα, με μια φωνή, ομόφωνα – με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να μπορεί να μιλήσει από έκπληξη, θαυμασμό κτλ. – απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί, ως ευχή για να πραγματοποιηθεί μια επιθυμία – βάζω κάποιον στο στόμα μου, κακολογώ κάποιον – βάζω λόγια στο στόμα κάποιου, αποδίδω σε κάποιον λεγόμενα, που ποτέ δεν είπε – του ‘κλεισα το στόμα, τον αποστόμωσα, τον ανάγκασα να σιωπήσει – βουλώνω στόματα, αποστομώνω – γλίτωσε από το στόμα του λύκου, διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο – από το στόμα μου το πήρες, είπες ό,τι επρόκειτο να πω – στόμα απύλωτο, άνθρωπος κακολόγος – έχει άσχημο – μεγάλο στόμα, κακολογεί ή βρίζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–