στωικότητα


στωικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
στωικότητα στωικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στωικότητα

✦ απάθεια, αταραξία, καρτερία: υπομένει τόσα δεινά με στωικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.