στωικός


στωικός
Προφορά

Ετυμολογία
στωικός μεταγενέστερη ελληνική στωικός (= φιλόσοφος της στοάς)

Ερμηνεία
επίθετο┘ στωικός -ή, -ό

✦ που ανήκει η αναφέρεται στη φιλοσοφική σχολή του Ζήνωνος του Κιτιέως και των οπαδών του: στωική φιλοσοφία
✦ απαθής, ατάραχος, καρτερικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.