στυφός


στυφός
Προφορά

Ετυμολογία
στυφός αρχαία ελληνική στυφός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στυφός -ή, -ό

✦ που προκαλεί στιγμιαία ξηρότητα στο στόμα και τη γλώσσα: στυφό φρούτο
(μτφ. ) που εκφράζει δυσαρέσκεια: στυφό χαμόγελο
(μτφ. ) δυσάρεστος: στυφή γεύση του θανάτου (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.