στυφτικός
Προφορά
Ετυμολογία
στυφτικός μεταγενέστερη ελληνική στυπτικός
Ερμηνεία
στυφτικός
✦ -ή, -ό κ. στυφτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που προκαλεί στύψη, συστολή: στυπτικά φάρμακα (τα χρησιμοποιούμενα για περιστολή παθολογικών εκκρίσεων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–