στραφταλίζω


στραφταλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
στραφταλίζω από συμφυρμό των ρημ. αστράφτω και γυαλίζω

Ερμηνεία
ρήμα στραφταλίζω

✦ αστράφτω, λαμποκοπώ: στραφταλίζει στον ήλιο η θάλασσα – χαιρότανε να βλέπει τη νύχτα τα κεριά να στραφταλίζουνε σαν αστράκια (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.