στρατός


στρατός
Προφορά

Ετυμολογία
στρατός αρχαία ελληνική στρατός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στρατός

✦ τμήμα ενόπλων οργανωμένο για πόλεμο ξηράς
✦ το σύνολο των πολεμικών δυνάμεων μιας χώρας σε έμψυχο υλικό
✦ (συνεκδ.) το στρατιωτικό επάγγελμα και το σύνολο των στρατιωτικών
(μτφ. ) πλήθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.