στρατόπεδο
Προφορά
Ετυμολογία
στρατόπεδο αρχαία ελληνική στρατόπεδον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στρατόπεδο
✦ τόπος και σχετικές εγκαταστάσεις για τη διαμονή στρατού
✦ στρατόπεδο συγκεντρώσεως, χώρος διαμορφωμένος για τη διαμονή αιχμαλώτων πολέμου ή πολιτικών κρατουμένων
✦ ομάδα ανθρώπων με κοινή ιδεολογική τοποθέτηση: είναι φίλοι αλλά βρίσκονται σε διαφορετικό στρατόπεδο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–