στρατολογήτρια


στρατολογήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
στρατολογήτρια στρατολογώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στρατολογήτρια

✦ θηλ. στρατολογήτρια (μτφ. ) αυτός που ασχολείται με την προσέλκυση οπαδών, συνεργατών κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.