στρατιωτάκι
Προφορά
Ετυμολογία
στρατιωτάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού στρατιώτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στρατιωτάκι
✦ θωπευτικά, ο στρατιώτης
✦ πληθ. στρατιωτάκια, είδος ομαδικού παιδικού παιχνιδιού
✦ πιόνια σε επιτραπέζιο παιχνίδι
✦ (μτφ. ) άβουλος άνθρωπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–