στρας


στρας
Προφορά

Ετυμολογία
στρας └διεθν┘stras, από το όν. του εφευρέτη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το στρας

✦ είδος γυαλιού χρωματισμένου με μεταλλικά οξείδια για απομίμηση πολύτιμων λίθων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.