στραγγιστός


στραγγιστός
Προφορά

Ετυμολογία
στραγγιστός στραγγίζω

Ερμηνεία
στραγγιστός

✦ κ. στραγγιχτός, -ή, -ό επίθ. που προήλθε από στράγγισμα, από έκθλιψη ή απόσταξη

Συνώνυμα
σουρωμένος
Αντίθετα
αστράγγιστος, ασούρωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.