στραγγαλιστής


στραγγαλιστής
Προφορά

Ετυμολογία
στραγγαλιστής στραγγαλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στραγγαλιστής

✦ θηλ. στραγγαλίστρια αυτός που στραγγαλίζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.