στραγγαλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
στραγγαλίζω μεταγενέστερη ελληνική στραγγαλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στραγγαλίζω
✦ θανατώνω πνίγοντας με σκοινί ή με τα χέρια
✦ (μτφ. ) καταπνίγω, καταπατώ: η Δημοκρατία είχε στραγγαλισθεί (Β. Μοσκόβης)
✦ διαστρέφω, παραμορφώνω: στραγγαλίζουν την αλήθεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–