στραγγίζω


στραγγίζω
Προφορά

Ετυμολογία
στραγγίζω μεταγενέστερη ελληνική στραγγίζω

Ερμηνεία
ρήμα στραγγίζω

✦ εκθλίβω, αφαιρώ με πίεση το υγρό, συν. το νερό, που περιέχει κάτι: στραγγίζω τα ρούχα
✦ (αμτβ.) χάνω, αποβάλλω το υγρό που περιέχω: τα ρούχα θα στραγγίσουν μόνα τους
✦ στάζω σταγόνα σταγόνα
✦ διυλίζω, σουρώνω, φιλτράρω
(μτφ. ) χάνω τη δύναμη, την ικμάδα μου, εξαντλούμαι: έτσι στράγγισε και στέγνωσε και γέρασε η καρδιά της πρόωρα (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.