στραβώνω
Προφορά
Ετυμολογία
στραβώνω μεσαιωνική ελληνική στραβώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στραβώνω
✦ κάνω κάτι στραβό
✦ (μτφ. ) μετακινώ κάτι από την κανονική του θέση
✦ τυφλώνω
✦ (μτφ. ) εμποδίζω την όραση, θαμπώνω
✦ (αμτβ.) γίνομαι στραβός
✦ (μτφ. ) κάνω λάθη, αποτυχαίνω
✦ (παθ.) στραβώνομαι, τυφλώνομαι
✦ κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου
✦ (κ. μτφ.) δε βλέπω κάτι που φαίνεται, που είναι ορατό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ισιώνω
Επιρρήματα
–