στραβούλιακας


στραβούλιακας
Προφορά

Ετυμολογία
στραβούλιακας μεγεθ. του στραβός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στραβούλιακας

✦ αυτός που δεν βλέπει καλά ή καθόλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.