στραβοπατώ
Προφορά
Ετυμολογία
στραβοπατώ στραβός + πατώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στραβοπατώ -άς, -ά
✦ πατώ στραβά, παραπατώ, παραπαίω
✦ (μτφ. ) πέφτω σε σφάλμα: η θέση του δύσκολη και θα χρειαζόταν τέχνη για να μην στραβοπατήσει (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–