στραβοπάτημα
Προφορά
Ετυμολογία
στραβοπάτημα στραβοπατώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στραβοπάτημα
✦ παραπάτημα, ακανόνιστο βάδισμα
✦ (μτφ. ) σφάλμα, παράπτωμα: με τις αδυναμίες τους, τις μικρότητές τους, τα λάθη τους, τα στραβοπατήματά τους (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–