στραβολαιμιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
στραβολαιμιάζω στραβολαίμης
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στραβολαιμιάζω
✦ στραβώνω το λαιμό
✦ (αμτβ. κ. μέσ.) στραβολαιμιάζομαι, κουράζω το λαιμό μου τεντώνοντάς τον προς τα πλάγια για να δω κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–