στραβοκεφαλιά
Προφορά
Ετυμολογία
στραβοκεφαλιά στραβοκέφαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στραβοκεφαλιά
✦ (μτφ. ) δυστροπία, ισχυρογνωμοσύνη: δι’ εμέ ο κόσμος κατά βάθος νόημα δεν έχει, ίσως από ιδική μου στραβοκεφαλιά (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–