στραβοκάνης
Προφορά
Ετυμολογία
στραβοκάνης στραβός + κανί
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στραβοκάνης -α, -ικο
✦ αυτός που έχει στραβά πόδια: το λιπόσαρκο κορμί του, με τα στραβοκάνικα ποδάρια, συγκλονιζότανε (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
στραβοπόδης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–