στράφι


στράφι
Προφορά

Ετυμολογία
στράφι └τουρκ┘israf (= σπατάλη)

Ερμηνεία
επίρρημα στράφι

✦ εύχρ. στη φρ. πήγε στράφι, μάταια, άδικα: δουλειά τόσων ετών πήγε στράφι – στράφι πήγαν οι κόποι της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.