στράτα


στράτα
Προφορά

Ετυμολογία
στράτα μεσαιωνική ελληνική στράτα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στράτα

✦ δρόμος, οδός: η δεύτερη πλατιά στράτα της πολιτείας… είχε την όψη που πρέπει να ‘χει μια δημοσιά (Π. Πρεβελάκης)
✦ πορεία, διαδρομή: στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε αποσταμένοι οι έρωτες (Κ. Καρυωτάκης)
✦ φρ. κάνει στράτα, (για νήπιο) ασκείται στα πρώτα του βήματα
✦ τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα για την υποβοήθηση των νηπίων στα πρώτα τους βήματα

Συνώνυμα
ρούγα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.