στομώνω


στομώνω
Προφορά

Ετυμολογία
στομώνω αρχαία ελληνική στομῶ

Ερμηνεία
ρήμα στομώνω

✦ βυθίζω σε νερό πυρακτωμένο σίδερο, για να σκληρύνει, βάφω: στομώνω την αξίνα
✦ (για κοφτερό εργαλείο) κάνω κάτι να γίνει λιγότερο κοφτερό, αμβλύνω την οξύτητα
✦ (αμτβ.) γίνομαι λιγότερο κοφτερός, χάνω την οξύτητά μου: στόμωσε το μαχαίρι
(μτφ. ) αμβλύνω την ένταση των λειτουργιών του μυαλού και της ψυχής, ή των συναισθημάτων: τα χρόνια τους ακονίζουνε θαρρείς το μυαλό, αντί να το στομώνουν (Π. Πρεβελάκης) – αφορά… αντιλήψεις που στομώνουν κάθε ζωντανή αίσθηση (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) κλείνω το στόμα κάποιου, τον εμποδίζω να μιλήσει, φιμώνω: και ποιοι νόμοι, ποιες αστυνομίες, ποιες λογοκρισίες στόμωσαν ως το τέλος τους «γραφιάδες» και έφραξαν το δρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.