στοματού


στοματού
Προφορά

Ετυμολογία
στοματού μεγεθ. του στόμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στοματού

✦ θηλ. στοματού που έχει μεγάλο στόμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.