στοματικός
Προφορά
Ετυμολογία
στοματικός μεταγενέστερη ελληνική στοματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στοματικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα, ο του στόματος: στοματική κοιλότητα
✦ προφορικός: στοματική παράδοση – ό,τι μνημείο της στοματικής λογοτεχνίας του λαού μας έσωσε (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–