στομάχι
Προφορά
Ετυμολογία
στομάχι αρχαία ελληνική στομάχιον, υποκοριστικό του στόμαχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στομάχι
✦ (ανατομ.) όργανο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου, ασκοειδής θύλακος ανάμεσα στον οισοφάγο και το λεπτό έντερο, που καταλαμβάνει το άνω αριστερό τμήμα της κοιλιάς
✦ (ανατομ.) ασκοειδές όργανο του πεπτικού σωλήνα των ζώων, ανάμεσα στον οισοφάγο και το λεπτό έντερο
✦ το σημείο του σώματος όπου βρίσκεται το στομάχι: του ‘δωσε γροθιά στο στομάχι
✦ φρ. έχω το στομάχι μου, υποφέρω από πάθηση του στομάχου – έχω μεγάλο στομάχι, είμαι υπομονετικός – μου κάθεται στο στομάχι, μου είναι ανυπόφορος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–