στολίσκος


στολίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
στολίσκος υποκορ. του στόλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στολίσκος

✦ στόλος από λίγα πλοία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.