στολίζω


στολίζω
Προφορά

Ετυμολογία
στολίζω αρχαία ελληνική στολίζω

Ερμηνεία
ρήμα στολίζω

✦ διακοσμώ, καλλωπίζω, εξωραΐζω
✦ ντύνω με επίσημη φορεσιά
✦ (ειρων.) βρίζω: φρ. τον στόλισα
✦ (μέσ.) στολίζομαι, φορώ πολυτελή ρούχα, καλλωπίζομαι: ήρθε στολισμένος σα γαμπρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.