στοιχειό
Προφορά
Ετυμολογία
στοιχειό αρχαία ελληνική στοιχεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στοιχειό
✦ αγαθοποιό ή κακοποιό πνεύμα, ιδ. ψυχή σκοτωμένου ανθρώπου, που ενοικεί σ’ έναν τόπο, φάντασμα: το στοιχειό του πύργου
✦ (γεν.) αόρατο υπερφυσικό ον, δαιμόνιο: και παίζω και χορεύουν άνθρωποι, ζα, στοιχειά (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) άνθρωπος με υπερφυσικές δυνατότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–