στοίβα


στοίβα
Προφορά

Ετυμολογία
στοίβα κατά Χατζιδάκι, από το στοιβάζω• κατ’ άλλους, από το └ιταλ┘stiva

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στοίβα

✦ σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο ή ριγμένα άτακτα κάπου: είδαμε… μια στοίβα από τετραγωνισμένα δεμάτια σανού (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.