στοά
Προφορά
Ετυμολογία
στοά αρχαία ελληνική στοά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στοά
✦ κτίριο που η στέγη του υποβαστάζεται με κίονες από τη μία ή και τις δύο πλευρές του
✦ καλυμμένη ή ακάλυπτη δίοδος ανάμεσα σε κτιριακό συγκρότημα, πέρασμα
✦ υπόγειος θολωτός διάδρομος ή υπόνομος ορυχείου
✦ τεκτονική στοά, τόπος όπου συνεδριάζουν οι τέκτονες και τμήμα του τεκτονικού τάγματος
✦ η φιλοσοφική σχολή των στωικών
Συνώνυμα
γαλαρία, λαγούμι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–