στιχουργικός


στιχουργικός
Προφορά

Ετυμολογία
στιχουργικός στιχουργία

Ερμηνεία
επίθετο┘ στιχουργικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη στιχουργία
✦ θηλ. η στιχουργική ως ουσ., η τέχνη της συνθέσεως στίχων, στιχοποιία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.