στιχηρός


στιχηρός
Προφορά

Ετυμολογία
στιχηρός μεταγενέστερη ελληνική στιχηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στιχηρός -ή, -ό

✦ ο γραμμένος σε στίχους, έμμετρος
✦ ουδ. το στιχηρόν ως ουσ., (εκκλ.) τροπάριο του οποίου προτάσσονται στίχοι από τους ψαλμούς του Δαβίδ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.