στιλιστικός


στιλιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
στιλιστικός στιλίστας

Ερμηνεία
επίθετο┘ στιλιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τους καλλιτεχνικούς ρυθμούς: στιλιστικές τάσεις
✦ θηλ. στιλιστική ως ουσ., η υφολογία (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.