στιλβωτής


στιλβωτής
Προφορά

Ετυμολογία
στιλβωτής μεσαιωνική ελληνική στιλβωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στιλβωτής

✦ που έχει ως επάγγελμα να στιλβώνει ιδ. παπούτσια, λούστρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.