στιλέτο


στιλέτο
Προφορά

Ετυμολογία
στιλέτο └ιταλ┘stiletto, υποκοριστικό του └λατιν┘ stilus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στιλέτο

✦ αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό: ω το χαριτωμένο χέρι… κάλλιο να κράταγε στιλέτο (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.