στερεοστατική
Προφορά
Ετυμολογία
στερεοστατική └γαλλ┘ stéréostatique
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στερεοστατική
✦ τμήμα της μηχανικής που εξετάζει τη στατική ισορροπία των στερεών σωμάτων και ιδ. των τεχνικών κατασκευών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–