στερεοσκόπιο
Προφορά
Ετυμολογία
στερεοσκόπιο └γαλλ┘ stéréoscope
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στερεοσκόπιο
✦ οπτική συσκευή με την οποία, παρατηρώντας συγχρόνως δύο στερεογραφικές εικόνες του ίδιου αντικειμένου, έχει κανείς την εντύπωση ότι βλέπει το αντικείμενο ανάγλυφο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–