στερεοσκοπικός


στερεοσκοπικός
Προφορά

Ετυμολογία
στερεοσκοπικός στερεοσκοπία

Ερμηνεία
επίθετο┘ στερεοσκοπικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη στερεοσκοπία: στερεοσκοπικός κινηματογράφος (που αποβλέπει στη δημιουργία τρίτης διαστάσεως στην εικόνα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.