στερεοποιώ


στερεοποιώ
Προφορά

Ετυμολογία
στερεοποιώ μεταγενέστερη ελληνική στερεοποιέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα στερεοποιώ -είς, -εί

✦ κάνω κάτι στερεό, σταθερό
✦ μεταβάλλω υγρό ή αέριο σώμα σε στερεό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.