στεναγμός


στεναγμός
Προφορά

Ετυμολογία
στεναγμός αρχαία ελληνική στεναγμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στεναγμός

✦ βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστεναγμός
✦ (συνεκδ.) θρήνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.